- συμπεραιώ
- -όω, ΜΑαποπερατώνω κάτι μαζί με άλλον, ολοκληρώνω κάτι συγχρόνως ή μαζί με κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + περαιῶ «περαιώνω, φέρω εις πέρας»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συμπεραίωσις — ώσεως, ἡ, Α [συμπεραιῶ] κοινό τέλος, κοινή λήξη («συμπεραίωσις τοῡ βίου», Κλήμ. Αλ.) … Dictionary of Greek